- ὡμολογημένως
- ὡμολογημένως, Adv. part. [tense] pf. [voice] Pass. of ὁμολογέω,A confessedly, without contradiction, D.S.15.10, Poll.6.208, Phalar.Ep.119.3; cf. ὁμολογουμένως.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωμολογημένως — Α ιων. τ. ομολογουμένως («ἀπελύθη τῶν ἐγκλημάτων ὡμολογημένως ὑπὸ παντῶν τῶν δικαστῶν», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὡμολογημένος τού μέσου παρακμ. τού ρ. ὁμολογῶ] … Dictionary of Greek
ὡμολογημένως — ὁμολογέω to be perf part mp masc acc pl (doric) ὡμολογημένως confessedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)